μόσχου

μόσχου
μόσχος 1
young shoot
masc gen sg
μόσχος 2
calf
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μόσχου — Μόσχος young shoot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • σιβέτ — και σιβέτιο, το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους βιβέρρα, σαρκοφάγου θηλαστικού γνωστού και με τη λόγια ονομασία μοσχογαλή, καθώς και ορισμένων άλλων συγγενικών γενών, κύριο κοινό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η έκκριση από… …   Dictionary of Greek

  • Иоанн Мосх — (греч. Ιωάννης Μόσχος, от греч. ὁ τοῦ Μόσχου  «сын Мосха»; 550 619)  православный византийский монах и известный духовный писатель конца VI  начала VII века. Жизнеописание Иоанн Мосх родился предположительно в Дамаске. Жил в… …   Википедия

  • тельчий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. τοῦ μόσχου или τῶν μόσχων) телячий.   … …   Словарь церковнославянского языка

  • мъскоусъ — МЪСКОУС|Ъ (2*), А с. μόσχος, musсus Мускус: ѡн же ѿвѣща ѡ҃че ст҃ыи азъ прѣже бл҃говоньнаго тьмь˫ана и драгаго мюра и мъскѹса насытихъсѧ. ПрЛ XIII, 31а; он же ѿвѣщавъ. азъ о҃че ст҃ыи. мъскуса. и добрыхъ вонь. и тьмь˫анъ приимахъ много. (μόσχου)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • John Moschus — St. John Moschus Born 550 Damascus Died 619 Jerusalem Honored in Eastern Orthodox Church Feast 11 March [O.S. 24 March (where the Julian calendar is used)] …   Wikipedia

  • MUSCUS — apud Hieronym. ad Iovinian. l. 2. Odoris autem suavitas et diversa thymiamata et amomum et cyphi et oenanthe et Muscus et peregrini muris pellicula: est Graecorum μόσχος, Latine etiam hinc moschus, qui per se odoramentum facit idque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”